σιδερωτός

σιδερωτός
-ή, -ό
1. σιδερωμένος.
2. ενισχυμένος με σίδερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιδερωτός — ή, ό, Ν [σιδερώνω] 1. (για ρούχα) αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει ομαλυνθεί και στιλβωθεί με θερμό σίδερο, αυτός που έχει σιδερωθεί 2. (για ξύλινες πόρτες ή παράθυρα) αυτός που έχει ενισχυθεί ή στερεωθεί με σιδερένια εξαρτήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”